Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

“Το Χρήμα ως Κέρδος” (Μέρος 29ο)

Tο βιομηχανικό κέρδος, η γαιοπρόσοδος, και ο τόκος,
τα μέρη στα οποία χωρίζεται η υπεραξία
.

Είδαμε λοιπόν ότι το κέρδος, η υπεραξία, είναι το μέρος εκείνο από τη συνολική αξία του εμπορεύματος, στο οποίο είναι αντικειμενοποιημένη η υπερεργασία ή η απλήρωτη εργασία του εργαζόμενου. Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται ότι ο κεφαλαιοκράτης βιομήχανος τσεπώνει ο ίδιος το συνολικό ποσό αυτού του κέρδους. Αλλά συνήθως, δεν είναι έτσι.

Γιατί από τη μια, το μονοπώλιο της γης δίνει τη δυνατότητα στο γαιοκτήμονα να αποσπά ένα μέρος αυτής της υπεραξίας με το όνομα της γαιοπροσόδου, ανεξάρτητα αν το έδαφος χρησιμοποιείται για τη γεωργία ή για την ανέγερση οικοδομών, για δρόμους ή για ένα οποιοδήποτε άλλο παραγωγικό σκοπό. Από την άλλη δίνει τη δυνατότητα στον κεφαλαιοκράτη που δανείζει χρήματα, να διεκδικεί για τον εαυτό του ένα άλλο μέρος αυτής της υπεραξίας, με το όνομα τόκος. Έτσι που στον βιομήχανο κεφαλαιοκράτη να μένει μονάχα αυτό που ονομάζουνε βιομηχανικό ή εμπορικό κέρδος.

Και γιατί έχει ιδιαίτερη σημασία αυτός ο διαχωρισμός της υπεραξίας; Γιατί πάνω σ’ αυτή τη πλάνη της λαϊκής αντίληψης, που συγχέει τη διάσπαση μιας δοσμένης αξίας σε τρία μέρη, με το σχηματισμό αυτής της αξίας από το άθροισμα τριών ανεξάρτητων αξιών, θεωρητικολογούν οι απολογητές των εκμεταλλευτών, με σκοπό την απόκρυψη από την μια του ληστρικού καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, και από την άλλη για να εμφανίζουν τις υπάρχουσες αστικές σχέσεις παραγωγής φυσικές και αιώνιες.

Γιατί «Η γαιοπρόσοδος, ο τόκος και το βιομηχανικό κέρδος είναι απλώς διαφορετικά ονόματα για διαφορετικά μέρη της υπεραξίας του εμπορεύματος ή της απλήρωτης εργασίας που περικλείνεται μέσα σ’ αυτό και προέρχονται όλα εξίσου απ’ αυτή και μονάχα απ’ αυτή την πηγή.

Δεν προέρχονται από το γη σαν τέτοια, ή από το κεφάλαιο σαν τέτοιο, αλλά η γη και το κεφάλαιο κάνουν τους ιδιοκτήτες τους ικανούς να παίρνουν τα αντίστοιχα μερίδια τους από την υπεραξία που ο κεφαλαιοκράτης βιομήχανος ξεζουμίζει από τους εργάτες του.

Για τον ίδιο τον εργάτη έχει δεύτερη σημασία αν η υπεραξία αυτή, που είναι το αποτέλεσμα της υπερεργασίας του ή της απλήρωτης δουλειάς του, τσεπώνεται ολόκληρη από τον κεφαλαιοκράτη βιομήχανο ή αν ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να πληρώνει κομμάτια από αυτή την υπεραξία σε τρίτα πρόσωπα με την ονομασία, της γαιοπροσόδου και του τόκου. 1

Κάτω από την εξουσία του εκμεταλλευτικού συστήματος, τίποτα δεν θα άλλαζε για τους εργαζόμενους, αν τα χρήματα που δανείζεται ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης, είναι κρατικής ή τραπεζικής (ιδιωτικής) κοπής. Αν δανείζεται χρήματα με χαμηλότερο τόκο. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι σε μια τέτοια περίπτωση ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης, θα έβαζε στη τσέπη του, ένα μεγαλύτερο, αναλογικά, ποσό από την παραγόμενη υπεραξία. Να ακόμη ένας λόγος απόκρυψης από τον λαό, της διάσπασης της υπεραξίας από τους αστούς οικονομολόγους. Για να φορτώνουν στο λαό, όπως συμβαίνει και σήμερα, την εξόφληση της "προίκας" των εκμεταλλευτών.

Επιφανειακά η κίνηση του πιστωτικού κεφαλαίου παρουσιάζεται σαν μια συναλλαγή ανάμεσα στον πιστωτή και στον χρεώστη. Έτσι οι σχέσεις, μεταξύ των καπιταλιστών και των εκμεταλλευόμενων από αυτούς εργατών, οι οποίοι είναι οι δημιουργοί της υπεραξίας, συγκαλύπτονται. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι ο τόκος είναι γέννημα του πιστωτικού κεφαλαίου, όπως ότι το κέρδος είναι γέννημα του κεφαλαίου και ότι η γαιοπρόσοδος είναι ένα έξοδο της επιχείρησης που πληρώνεται από το κεφάλαιο.

Αυτή η πλάνη, που δημιουργείται από την διάσπαση της υπεραξίας σε κέρδος, γαιοπρόσοδο και τόκο, γίνεται καπνός φτάνει να υποθέσουμε, ότι ο κεφαλαιοκράτης βιομήχανος χρησιμοποιεί μονάχα δικό του κεφάλαιο, είναι ο ίδιος και ιδιοκτήτης της γης που χρησιμοποιεί, για να δούμε έτσι, όλη την υπεραξία να πηγαίνει “αδιάσπαστη” στην τσέπη του.

«Οποιοδήποτε μερίδιο της υπεραξίας κι αν κρατήσει τελικά, ο κεφαλαιοκράτης βιομήχανος είναι εκείνος που ξεζουμίζει άμεσα την υπεραξία από τον εργάτη. Γι’ αυτό όλο το μισθωτό σύστημα και όλο το σημερινό σύστημα παραγωγής περιστρέφεται γύρω σ’ αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη βιομήχανο και στον μισθωτό εργάτη...

Απ’ αυτά που αναφέρθηκαν βγαίνει λοιπόν και ένα άλλο συμπέρασμα:

Το μέρος εκείνο από την αξία του εμπορεύματος, που αντιπροσωπεύει μονάχα την αξία των πρώτων υλών, των μηχανών, με μια λέξη, την αξία των μέσων παραγωγής που καταναλώθηκαν, δεν αποτελεί γενικά το εισόδημα, αλλά αντικαθιστά μονάχα το κεφάλαιο (που έχει προκαταβληθεί για την αγορά παραγωγικών μέσων).

Ανεξάρτητα όμως από αυτό, είναι λάθος ότι το άλλο μέρος της αξίας του εμπορεύματος που αποτελεί το εισόδημα, ή που μπορεί να δαπανηθεί σαν μισθός εργασίας, κέρδους, γαιοπροσόδου, τόκου, αποτελείται από την αξία του μισθού της εργασίας, από την αξία της γαιοπροσόδου, από την αξία του κέρδους κ.τ.λ.

Στην πρώτη περίπτωση θ’ αφήσουμε κατά μέρος το μισθό της εργασίας και θα εξετάσουμε μονάχα το βιομηχανικό κέρδος, τον τόκο και τη γαιοπρόσοδο.

Πριν λίγο είδαμε ότι η υπεράξια που περιέχεται μέσα στο εμπόρευμα ή το μέρος εκείνο από την αξία του, στο οποίο είναι αντικειμενοποιημένη απλήρωτη εργασία, αναλύεται σε διάφορα μέρη με τρία διαφορετικά ονόματα. Μα θα σήμαινε πέρα για πέρα αντιστροφή της αλήθειας, αν θα έλεγε κάποιος ότι η αξία της αποτελείται ή σχηματίζεται από την πρόσθεση των ανεξάρτητων αξιών των τριών αυτών συστατικών μερών.

Αν μια ώρα εργασίας αντικειμενοποιείτε σε μια αξία από 15 ευρώ, αν η εργάσιμη μέρα του εργάτη αποτελείται από οκτώ ώρες, αν το μισό από το χρονικό αυτό διάστημα είναι απλήρωτη εργασία, η υπερεργασία αυτή θα προσθέσει στο εμπόρευμα 60 ευρώ υπεραξία, δηλαδή, μια αξία που γι’ αυτή δεν πληρώθηκε κανένα ισοδύναμο. Αυτή η υπεραξία των 60 ευρώ, είναι όλο το ποσό που μπορεί να μοιραστεί ο εργοδότης καπιταλιστής, σε μια οποιαδήποτε αναλογία με το γαιοκτήμονα και τον πιστωτή του. Η αξία αυτών των 60 ευρώ αποτελεί το όριο της αξίας, που μπορούν να μοιρασθούν μεταξύ τους.

Δεν είναι όμως ο κεφαλαιοκράτης βιομήχανος που προσθέτει στην αξία του εμπορεύματος μια αυθαίρετη αξία για το κέρδος του, και που πάνω σ’ αυτή την αξία προστίθεται μια ακόμα αξία για το γαιοκτήμονα. κ.τ.λ. έτσι που το άθροισμα αυτών των τριών αυθαίρετα καθορισμένων αξιών να αποτελεί τη συνολική αξία.

Έτσι βλέπετε την πλάνη που βρίσκεται στη λαϊκή αντίληψη, που συγχέει τη διάσπαση μιας δοσμένης αξίας σε τρία μέρη, με το σχηματισμό αυτής της αξίας από το άθροισμα τριών αυτοτελών αξιών, μετατρέποντας έτσι σ’ ένα αυθαίρετο μέγεθος τη συνολική αξία, από την οποία προέρχονται η γαιοπρόσοδος, το κέρδος και ο τόκος.

Αν το συνολικό κέρδος που πραγματοποιείται από έναν κεφαλαιοκράτη είναι ίσο με 1000 ευρώ, ονομάζουμε το ποσό αυτό, θεωρώντας το σαν απόλυτο μέγεθος, ποσό του κέρδους. Αν όμως υπολογίσουμε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά τα 1000 ευρώ και στο κεφάλαιο που καταβλήθηκε, τότε αυτό το σχετικό μέγεθος το ονομάζουμε ποσοστό του κέρδους. Είναι φανερό ότι αυτό το ποσοστό του κέρδους μπορεί να το εκφράσει κανείς με δύο διαφορετικούς τρόπους.

Ας υποθέσουμε πως το κεφάλαιο που πληρώθηκε σε μισθό της εργασίας είναι 1000 ευρώ. Αν η υπεραξία που δημιουργήθηκε είναι επίσης και αυτή 1000 ευρώ - πράγμα που θα μας έδειχνε πως η μισή εργάσιμη ημέρα του εργάτη αποτελείται από απλήρωτη εργασία - και αν το κέρδος αυτό το συγκρίνουμε με το κεφάλαιο που καταβλήθηκε σε μισθό της εργασίας, τότε θα λέγαμε ότι το ποσοστό του κέρδους ανέρχεται σε 100%, γιατί η αξία που πληρώθηκε ήταν 1000 και η αξία που πραγματοποιήθηκε 2000.

Αν από την άλλη μεριά εξετάσουμε όχι μόνο το κεφάλαιο που έχει καταβληθεί σε μισθό της εργασίας, αλλά το συνολικό κεφάλαιο που έχει καταβληθεί, λ.χ. 5000 ευρώ, απ’ τα οποία τα 4000 ευρώ αντιπροσώπευαν την αξία των πρώτων υλών, των μηχανών κτλ., τότε θα λέγαμε ότι το ποσοστό του κέρδους ανέρχεται μονάχα σε 20%, γιατί το κέρδος των 1000 ευρώ δεν θα ήταν παρά μονάχα το ένα πέμπτο του συνολικού κεφάλαιο που καταβλήθηκε.

Ο πρώτος τρόπος με τον οποίο εκφράζεται το ποσοστό του κέρδους είναι ο μόνος που μας φανερώνει την πραγματική αναλογία ανάμεσα στην πληρωμένη και την απλήρωτη εργασία, τον πραγματικό βαθμό της εκμετάλλευσης της εργασίας.

Ο άλλος τρόπος έκφρασης είναι αυτός που συνηθίζεται γενικά, και πραγματικά είναι κατάλληλος για ορισμένους σκοπούς. Οπωσδήποτε, είναι πολύ χρήσιμος για να κρύβει ως ποιο βαθμό ο κεφαλαιοκράτης ξεζουμίζει από τον εργάτη δωρεάν εργασία, δηλαδή υπεραξία, ή όπως συνηθίζεται, κέρδος». 2

Συνεχίζεται...

1, 2 Καρλ Μαρξ, "Μισθός, Τιμή και Κέρδος", σελ. 56 – 61.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου