Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

"Το Χρήμα ως Κέρδος" (Μέρος 27ο)


TO KEΡΔΟΣ
 
“Ο καπιταλισμός είναι παιδί του κέρδους. Το κέρδος όμως, όπως κάθε τι το περαστικό, δεν καθόρισε μόνο την ιστορική γέννησή του καπιταλισμού, αλλά και το ιστορικό του τέλος”.
Ο νόμος του κέρδους, η όσο γίνεται μεγαλύτερη αύξηση του καπιταλιστικού κέρδους, είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού. Το κέρδος, η ψύχωση. H κερδοσκοπία, η αγαπημένη "ενασχόληση" των καπιταλιστών.
Πώς και από που όμως, βγαίνει το κέρδος; Οι αστοί υποστηρίζουν ότι στην παραγωγή νέων αξιών συμβάλλουν το κεφάλαιο και η εργασία, αλλά από την άποψη, ότι ο μισθός είναι, το ισοδύναμο της οκτάωρης εργασίας ή του χρόνου της εργασίας γενικά, για την εργασία (μερική απασχόληση, δουλειά με το κομμάτι, κλπ.), ενώ για το κεφάλαιο είναι το κέρδος. Το οποίο προκύπτει, όπως λένε, από το ποσοστό επί της αξίας του μισθού, που τους αναλογεί. Οι καπιταλιστές, βεβαίως, συγκαλύπτουν μ' αυτή την τοποθέτηση την ουσία του ζητήματος. Δηλαδή την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Αυτή όμως η τοποθέτηση είναι από την πλευρά τους η απόλυτη υποκρισία. Γιατί δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη, ότι αυτοί που παράγουν τον κοινωνικό πλούτο, είναι μόνο οι εργάτες και οι εργάτριες με την δουλειά τους.
«Η εργασία που αποτελεί την ουσία των αξιών είναι όμοια ανθρώπινη εργασία, είναι ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης, δηλ. είναι ξόδεμα ανθρώπινου μυαλού, ανθρώπινων μυώνων, νεύρων, χεριών κλπ.» ("Το Κεφάλαιο" τομ. Ι, σελ.58).
Αν τώρα από την άλλη υποστηριχτεί απλά ότι « η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας που ξοδεύτηκε στη διάρκεια της παραγωγής του, τότε θα μπορούσε να φανεί ή να δημιουργηθεί η εντύπωση σε κάποιον ότι, όσο πιο τεμπέλης, ή όσο πιο αδέξιος είναι ένας άνθρωπος, τόσο μεγαλύτερη αξία έχει το εμπόρευμά του, γιατί χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να το κατασκευάσει. Αυτό όμως θα ήταν μια αξιοθρήνητη πλάνη... 
…Όταν λέμε ότι η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας που έχει δουλευτεί ή αποκρυσταλλωθεί μέσα σ’ αυτό, εννοούμε το ποσό της εργασίας, που είναι αναγκαίο για την παραγωγή του, μέσα σε μια δοσμένη κοινωνική κατάσταση, κάτω από ορισμένους μέσους κοινωνικούς όρους παραγωγής, με μια δοσμένη κοινωνική κατάσταση, με μια δοσμένη μέση κοινωνική εντατικότητα και με μια μέση επιδεξιότητα της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε…»1
Ο καθορισμός του μεγέθους της αξίας περιπλέκεται εξαιτίας του ότι κάθε προϊόν παράγεται κατά κανόνα από πολλούς εμπορευματοπαραγωγούς. Οι ξεχωριστοί παραγωγοί έχουν ο ένας διαφορετικές δυνατότητες παραγωγής των εμπορευμάτων και κατά συνέπεια διαφορετική παραγωγικότητα εργασίας. Δηλαδή για την παραγωγή του ίδιου προϊόντος, ο καθένας ξοδεύει διαφορετική ποσότητα εργασίας. Η αξία όμως,  των προϊόντων που παράγουν  όλοι  τους, είναι όμοια. 
« Επομένως το μέγεθος της αξίας μιας ορισμένης αξίας χρήσης (ωφελιμότητα ενός πράγματος)… καθορίζεται μόνο από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας ή από το χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαίος για την παραγωγή της…». ("Το Κεφάλαιο" τομ. Ι, σελ. 50)
Συνεπώς, το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος δεν μπορεί να μένει σταθερό, αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με την παραγωγικότητα της εργασίας (μέσα από την διαρκή βελτίωση των μέσων παραγωγής). Έτσι η παραγωγικότητα της εργασίας μετριέται με την ποσότητα των προϊόντων που παράγονται με την ίδια δαπάνη εργασίας.
«Αν λοιπόν το ποσό της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, που είναι αντικειμενοποιημένη μέσα στα εμπορεύματα, ρυθμίζει τις ανταλλακτικές τους αξίες, τότε κάθε αύξηση στην ποσότητα της εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος, θα πρέπει να μεγαλώνει την αξία του, όπως κάθε ελάττωση του θα πρέπει να τη μικραίνει…
Μπορούμε λοιπόν να καθορίσουμε σαν γενικό νόμο ότι: Οι αξίες των εμπορευμάτων είναι κατευθείαν ανάλογες προς τον εργάσιμο χρόνο που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή τους και αντίστροφα ανάλογες προς την παραγωγική δύναμη της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή αυτών των εμπορευμάτων» 2
Πως μετριέται η αξία των εμπορευμάτων; Με το χρήμα.
«Το χρήμα σαν μέτρο αξίας είναι η αναγκαία μορφή εμφάνισης του μέτρου της αξίας, του χρόνου εργασίας, που ενυπάρχει στα εμπορεύματα» ("Το Κεφάλαιο" τομ. Ι, σελ. 107).
Με την βοήθεια του χρήματος λοιπόν μετριέται η αξία όλων των εμπορευμάτων. Το χρήμα δηλαδή, είναι το γενικό τους ισοδύναμο. Έτσι η αξία του εμπορεύματος εκφρασμένη σε χρήμα, αποτελεί την τιμή του εμπορεύματος. 
«... Η τιμή αυτή καθαυτή δεν είναι παρά η χρηματική έκφραση της αξίας… Αφού η τιμή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η χρηματική έκφραση της αξίας, ο Άνταμ Σμιθ την ονόμασε «natural price» (φυσική τιμή) ενώ οι γάλλοι φυσιοκράτες «prix necessaries» (αναγκαία τιμή). Ποια σχέση υπάρχει λοιπόν ανάμεσα στην αξία και στις τιμές της αγοράς η ανάμεσα στις φυσικές τιμές και στις τιμές της αγοράς;…
Η τιμή της αγοράς εκφράζει μονάχα το μέσο ποσό της κοινωνικής εργασίας που είναι αναγκαίο με τις μέσες συνθήκες παραγωγής που υπάρχουν για τον εφοδιασμό της αγοράς, με μια ορισμένη μάζα ενός ορισμένου είδους. 
Υπολογίζεται με βάση το σύνολο των εμπορευμάτων ενός ορισμένου είδους. Τότε η τιμή της αγοράς ενός εμπορεύματος συμπίπτει με την αξία του. Από την άλλη, οι διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς, πότε πάνω, πότε κάτω απ’ την αξία ή φυσική τιμή, εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης… 
Η φυσική τιμή λοιπόν είναι η κεντρική τιμή, προς την οποία έλκονται οι τιμές όλων των εμπορευμάτων. Διάφορα περιστατικά… που τις εμποδίζουν να σταματήσουν σ’ αυτό το κέντρο ηρεμίας και ακινησίας, τείνουν διαρκώς προς αυτό… Αν λοιπόν… όλες οι κατηγορίες των εμπορευμάτων πουλιούνται στις αντίστοιχες αξίες τους, τότε είναι παραλογισμός να υποθέτουμε ότι το κέρδος, όχι σε ατομικές περιπτώσεις, αλλά τα σταθερά και συνηθισμένα κέρδη των διαφόρων παραγωγικών κλάδων προέρχονται από μια αύξηση στις τιμές των εμπορευμάτων ή από το γεγονός ότι πουλιούνται σε μια τιμή που ξεπερνά την αξία τους. Ο παραλογισμός αυτής της αντίληψης γίνεται φανερός μόλις γενικευθεί. 
Αυτό που ένας άνθρωπος θα κέρδιζε σταθερά σαν πωλητής, θα το έχανε το ίδιο σταθερά σαν αγοραστής. Τίποτα δεν θα έβγαινε,… αν κάποιος παίρνει πρώτα τα χρήματά σας, και σας τα επιστρέφει αγοράζοντας τα εμπορεύματά σας, τότε δεν θα πλουτίσετε ποτέ πουλώντας πιο ακριβά τα εμπορεύματά σας στον ίδιο αυτό άνθρωπο. Μια τέτοια συναλλαγή θα μπορούσε να ελαττώσει μια ζημιά, μα δεν θα συντελούσε ποτέ στο να πραγματοποιηθεί ένα κέρδος». 3 
«Έτσι λχ. οι μικρασιατικές πόλεις πλήρωναν χρονιάτικο χρηματικό φόρο υποτέλειας στην αρχαία Ρώμη. Με το χρήμα αυτό η Ρώμη αγόραζε απ’ αυτές εμπορεύματα και τ’ αγόραζε πολύ ακριβά. Οι μικρασιάτες εξαπατούσαν τους ρωμαίους αποσπώντας ξανά μέσω του εμπορίου από τους καταχτητές ένα μέρος του φόρου υποτέλειας. Και όμως απατημένοι εξακολουθούσαν να είναι οι μικρασιάτες. Και τώρα όπως και πρώτα, τα εμπορεύματα τους πληρώνονταν με το δικό τους χρήμα. Δεν πρόκειται επομένως για μέθοδο πλουτισμού ή δημιουργίας υπεραξίας». ("Το Κεφάλαιο" τομ. Ι, σελ. 175)
«Η γενική φύση του κέρδους, σαν αρχή έχει ότι κατά μέσο όρο τα εμπορεύματα πουλιούνται στις πραγματικές τους αξίες και ότι τα κέρδη βγαίνουν απ’ την πούληση των εμπορευμάτων στις αξίες τους, δηλ. στην αναλογία προς την ποσότητα εργασίας που είναι αντικειμενοποιημένη μέσα σ’ αυτά. Αν δεν μπορείτε να εξηγήσετε το κέρδος μ’ αυτή την προϋπόθεση, τότε δε μπορείτε καθόλου να το εξηγήσετε. 
Αυτό φαίνεται παράδοξο και αντίθετο με την καθημερινή παρατήρηση. Είναι εξίσου παράδοξο ότι η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο και ότι το νερό αποτελείται από δυο εξαιρετικά εύφλεκτα αέρια. Η επιστημονική αλήθεια είναι πάντα παράδοξη όταν κρίνεται με την καθημερινή πείρα που συλλαμβάνει μονάχα την απατηλή εξωτερική όψη των πραγμάτων». 4
Αφού λοιπόν τα εμπορεύματα πωλούνται στις πραγματικές τους αξίες από πού βγαίνει το κέρδος;
Συνεχίζεται…
1, 2, 3, 4. Καρλ Μαρξ, "Μισθός, Τιμή και Κέρδος", σελ. 40, 42, 43, 45.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου