Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

“Το Χρήμα ως Κέρδος” (Μέρος 25ο)

«Σαν αξίες, τα εμπορεύματα είναι μόνο καθορισμένη
μάζα στερεοποιημένου χρόνου εργασίας». *

«Ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα, και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γιαυτό η έρευνά μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος» 1


Γιαυτό η απάντηση στο αρχικό ερώτημα του Άρη, “τι είναι η ίδια η αξία”, μπορεί να δοθεί μόνο, από την άποψη του συστήματος των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων, ενός καθορισμένου ιστορικού κοινωνικού σχηματισμού. Των σχέσεων δηλαδή, οι οποίες εκδηλώνονται στο μαζικό φαινόμενο της ανταλλαγής που επαναλαμβάνεται σε παγκόσμια κλίμακα καθημερινά δισεκατομμύρια φορές. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί, η αξία.

Και αυτό γιατί
«Στην κοινωνική μορφή που έχουμε να εξετάσουμε (καπιταλισμός) οι αξίες χρήσης, είναι ταυτόχρονα οι υλικοί φορείς της ανταλλακτικής αξίας» 2
«Το εμπόρευμα είναι… ένα πράγμα που με τις ιδιότητές του ικανοποιεί οποιοδήποτε είδος ανθρώπινες ανάγκες... Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης». 3

Η ωφελιμότητα όμως αυτή καθορίζεται από τις ιδιότητες του σώματος του και δεν υπάρχει χωρίς αυτό. Γιαυτό το ίδιο το σώμα του εμπορεύματος, όπως το σίδερο, το στάρι, το διαμάντι, το τραπέζι κλπ., είναι αξία χρήσης ή αγαθό, χωρίς να καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που έχει ενσωματωθεί κατά την παραγωγή του, δηλαδή από την (ανταλλακτική) αξία του

«
Η αξία χρήσης (δηλαδή η ωφελιμότητα ενός εμπορεύματος), πραγματοποιείται μονάχα στη χρήση ή στην κατανάλωση. Οι αξίες χρήσης αποτελούν το υλικό περιεχόμενο του πλούτου, όποια κι αν είναι η κοινωνική μορφή του». 4
(Αρχαία Αθήνα, ελεύθερος και δούλος. Αρχαία Ρώμη, πατρίκιος και πληβείος. Μεσαίωνας και φεουδαρχία, βαρόνος και δουλοπάροικος. Καπιταλισμός, αστός και εργάτης)
Το ζήτημα λοιπόν, που από την αρχή πρέπει να θέσουμε για να “δούμε” την αξία, είναι:
Τι είναι η αξία του εμπορεύματος, και πως καθορίζεται.

«Με την πρώτη ματιά θα μπορούσε να φανεί, ότι η αξία ενός εμπορεύματος είναι κάτι σχετικό και ότι δεν μπορεί να καθοριστεί χωρίς να εξεταστεί το ένα εμπόρευμα στις σχέσεις του με όλα τ’ άλλα εμπορεύματα.

Πραγματικά όταν μιλάμε για την αξία, για την ανταλλαχτική αξία ενός εμπορεύματος, εννοούμε τις ποσοτικές αναλογίες στις οποίες ανταλλάσσεται με όλα τα άλλα εμπορεύματα. Γεννιέται όμως το ερώτημα: Πως ρυθμίζονται οι αναλογίες που μεταξύ τους ανταλλάσσονται τα εμπορεύματα;

Από την πείρα ξέρουμε ότι οι αναλογίες αυτές είναι σε άπειρο βαθμό ποικίλες. Αν πάρουμε ένα ξεχωριστό εμπόρευμα, λχ., το πανί, θα βρούμε ότι: 20 πήχες πανί = 1 σακάκι = 10 λίβρες τσάι = 40 λίβρες καφές = 2 ουγγιές χρυσός κλπ., το πανί δηλαδή, ανταλλάσσεται σε μιαν αμέτρητη σχεδόν ποικιλία από αναλογίες με τα πιο διαφορετικά εμπορεύματα.
Ωστόσο επειδή η αξία του παραμένει πάντα η ίδια, είτε είναι εκφρασμένη σε τσάι, είτε σε καφέ, είτε σε χρυσό, είτε σε ένα οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, πρέπει να είναι κάτι το διαφορετικό, το ανεξάρτητο από αυτές τις διαφορετικές αναλογίες ανταλλαγής με τα διάφορα είδη. Πρέπει να είναι δυνατό, αυτές οι ποικίλες εξισώσεις με ποικίλα εμπορεύματα να εκφράζονται με μια μορφή, που να διαφέρει πολύ από αυτές.

Αν παρακάτω πω, ότι 20 πήχες πανί ανταλλάσσεται σε ορισμένη αναλογία με σίδερο, ή ότι η αξία 20 πήχες πανί, εκφράζεται σε μια ορισμένη αναλογία με σίδερο, τότε λέω ότι η αξία του πανιού και το ισοδύναμο του σε σίδερο, (Τα οποία σαν πράγματα δεν έχουν καμία προφανή ομοιότητα), είναι ίσα με κάτι τρίτο, που δεν είναι πανί, μήτε σίδερο, γιατί και τα δυο τα υποθέτω ότι εκφράζουν το ίδιο μέγεθος, με δυο διαφορετικές μορφές πραγμάτων.
Και τα δυο λοιπόν, το πανί ή το σίδερο, θα πρέπει ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, να μπορούν ν’ αναχθούν σ’ αυτό το τρίτο, που είναι το κοινό τους μέτρο…

Τις αξίες λοιπόν των εμπορευμάτων
πρέπει να είμαστε σε θέση να τις αναγάγουμε σε μια έκφραση κοινή για όλα και να τις διακρίνουμε μονάχα κατά τις αναλογίες, που περικλείνουν αυτό το κοινό μέτρο.
Επειδή οι ανταλλακτικές αξίες των εμπορευμάτων είναι μονάχα κοινωνικές λειτουργίες αυτών των πραγμάτων και δεν έχουν καμιά σχέση με τις φυσικές ιδιότητες τους, τότε μπαίνει πρώτα το ερώτημα: Ποια είναι η κοινή κοινωνική ουσία όλων των εμπορευμάτων;

Είναι η εργασία. Για να παραχθεί ένα εμπόρευμα, πρέπει να ξοδευτεί γι’ αυτό ή να δουλευτεί μέσα σ’ αυτό μια ορισμένη ποσότητα εργασίας. Εννοείται, όχι απλώς εργασία, αλλά κοινωνική εργασία…
Πως μετριούνται όμως οι ποσότητες της εργασίας; Με τη διάρκεια του χρόνου εργασίας, μετρώντας την εργασία με ώρες, μέρες κλπ. Φυσικά, για να εφαρμόσουμε αυτό το μέτρο, ανάγουμε όλα τα είδη της εργασίας σε μέση ή απλή εργασία που παίρνεται σαν μονάδα τους.

“ Το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος καθορίζεται από την κοινωνικά αναγκαία ποσότητα απλής εργασίας”.
Έτσι καταλήγουμε στο παρακάτω συμπέρασμα; Το εμπόρευμα έχει αξία, γιατί είναι αποκρυστάλλωση κοινωνικής εργασίας. Το μέγεθος της αξίας του, της σχετικής του αξίας, εξαρτιέται από το μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσό αυτής της κοινωνικής ουσίας που περιέχεται σ’ αυτό, δηλ. από την αναγκαία σχετική μάζα εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή του.

Οι σχετικές αξίες των εμπορευμάτων
καθορίζονται λοιπόν από τις αντίστοιχες ποσότητες ή τα αντίστοιχα ποσά
εργασίας που έχουν ξοδευτεί, αντικειμενοποιηθεί ή ενσωματωθεί μέσα σ’ αυτά.
Συνεπώς, οι αντίστοιχες ποσότητες εμπορευμάτων, που μπορούν να παραχθούν στον ίδιο χρόνο εργασίας είναι ίσες. Ή αξία ενός εμπορεύματος αναλογεί προς την αξία ενός άλλου εμπορεύματος, όπως η ποσότητα της εργασίας που είναι ενσωματωμένη στο ένα αναλογεί προς την ποσότητα της εργασίας που είναι ενσωματωμένη στο άλλο.

O καθορισμός λοιπόν, των αξιών (τιμών) των εμπορευμάτων από τα σχετικά ποσά εργασίας που ενσωματώνονται μέσα σ’ αυτά αποτελεί γι’ αυτό κάτι τελείως διαφορετικό από τον ταυτολογικό τρόπο του καθορισμού των αξιών των εμπορευμάτων από την αξία της εργασίας η από το μισθό της εργασίας».. **
Άλλο, ο χρόνος εργασίας που ξοδεύεται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος, και άλλο, ο μισθός της εργασίας, που πληρώνει ο καπιταλιστής. Η αξία του εμπορεύματος, δηλαδή η πραγματική τιμή του, είναι το άθροισμα της ποσότητας της εργασίας που έχει ήδη καταναλωθεί (πρώτες ύλες, εργαλεία , μηχανήματα κλπ.), δηλαδή η παρωχημένη εργασία, συν η ποσότητα της εργασίας που προστίθεται στην τελευταία φάση της παραγωγής του εμπορεύματος , δηλαδή συν τον πληρωμένο (μισθός εργασίας) αλλά και τον απλήρωτο χρόνο εργασίας (υπεραξία).
Τι είναι λοιπόν η αξία;
Η κοινωνική εργασία των εμπορευματοπαραγωγών που είναι ενσαρκωμένη και υλοποιημένη στο εμπόρευμα. H αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, δηλαδή η δαπάνη της ανθρώπινης εργατικής δύναμης γενικά (δαπάνη ανθρώπινης ενέργειας, νεύρων, μυών, μυαλού κλπ.), ανεξάρτητα από την συγκεκριμένη μορφή της.

Η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία η οποία όχι μόνο δημιουργεί την καθαυτό αξία του εμπορεύματος, αλλά είναι και η μοναδική πηγή της αξίας.

Συνεχίζεται...

* Καρλ Μαρξ, “Το ΚΕΦΑΛΑΙΟ” τόμος Ι, σελ.54-1.2.3.4. Από το ίδιο, σελ. 49 - 50.
** Καρλ Μαρξ, “Μισθός, Τιμή και Κέρδος” εκδ. ΣΕ Αθήνα 1976, σελ. 33 - 38

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου